- ίππερος
- ἵππερος, ὁ (Α)αλογομανία, ιππομανία, έρωτας για τους ἵππους («ἵππερόν μου κατέχειν τῶν χρημάτων» — έριξε αλογομανία σαν ίκτερο στα χρήματά μου, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.: ἵππερος < ἵππος + κατάλ. -ερος τής ασθένειας ἴκτ-ερος με ταυτόχρονο υπαινιγμό προς το ἔρως].
Dictionary of Greek. 2013.